πολυγράφω

πολυγράφω
Ν
1. γράφω πάρα πολύ
2. γράφω συχνά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυγραφώ — πολυγραφῶ, έω, ΝΜΑ [πολυγράφος] 1. γράφω πολύ 2. γράφω πολλά νεοελλ. εκτυπώνω σε πολύγραφο …   Dictionary of Greek

  • πολυγραφώ — πολυγραφώ, πολυγράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολυγραφώ — πολυγράφησα, πολυγραφήθηκα, πολυγραφημένος, παράγω πολλά αντίγραφα με πολυγραφικό μηχάνημα, με πολύγραφο: Πολυγραφημένες σημειώσεις ιστορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυγραφῶ — πολυγραφέω write much pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολυγραφέω write much pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • πολυγράφηση — η, Ν [πολυγραφώ] εκτύπωση κειμένου με πολύγραφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”